-
1 καταρραγή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρραγή
См. также в других словарях:
καταρραγή — καταρραγή, ἡ (Α) 1. σχίσιμο («καταρραγαὶ πέπλων», Λυκόφρ.) 2. ατονία, εξάντληση («καταρραγὴ τοῡ σώματος», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρραγγή (< θ. ραγ τού ρήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ ρράγ ην), πρβλ. δια ρραγή, συ ρραγή] … Dictionary of Greek